- Ἀλεξανδρίζω
- Ἀλεξανδρ-ίζω,A to be on Alexander's side, Apolloph. ap. Phylarch. 46.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλεξανδρίζω — ἀλεξανδρίζω (Α) 1. είμαι με το μέρος τού Μ. Αλεξάνδρου, είμαι οπαδός του 2. ακολουθώ το παράδειγμα τού Μ. Αλεξάνδρου, τόν μιμούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἀλέξανδρος. ΠΑΡ. ἀλεξανδριστής] … Dictionary of Greek
Ἀλεξανδρίζειν — Ἀλεξανδρίζω to be on Alexander s side pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλεξανδριστής — ο (Α ἀλεξανδριστὴς) [ἀλεξανδρίζω] αυτός που διάκειται φιλικά προς τον Αλέξανδρο, ο οπαδός του … Dictionary of Greek